-
1 бурение
η διάτρηση, η γεώτρηση- ερεύνηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бурение
-
2 движение
1. (мех., физ., эк.) η κίνησηбеспорядочное - ακανόνιστη -, τυχαία -вихревое - στροβι-λώδης/στροβιλωειδής -замедленное - επιβραδυνομένη -, η επιβράδυνση-капитала фин. - του κεφαλαίουколебательное - της ταλάντωσης, η ταλάντωσηнисходящее - καθοδική -, η κάθοδοςобратное мех. - ανάστροφη -, αντίστροφη -попятное - астр. η οπισθοβατική φορά- против часовой стрелки - εναντίον της φοράς των δεικτών του ωρολογίου, αριστερόστροφη -прямое астр. ορθή -суточное - астр. η ημερήσια μεταβολή2. (перемещение элементов машин, механизмов) η διαδρομή, η κίνηση, η πορεία- вверх ανοδική -, η άνοδοςвидимое - φαινόμενη -, φαινομενική -- вниз καθοδική -, η κάθοδοςкругообразное - см. круговращательное -3. (приведение в движение) η πρόωση, η προώθησηракетное - η πυραυλική προώθηση ^(общественное) το κίνημα5. (транспорта) η κίνηση, η κυκλοφορίαрасписание - я ο πίνακας των δρομολογίων (τρένων, πλοίων)однопутное - см. одностороннее -одностороннее - μιας κατεύθυνσης, ο μονόδρομος- τράνζιτ6. мор. το συγκρότημα εμβόλου, βάκτρου, σταυρού και διωστήρα 7. (жидкости, газов) η ροή, η κυκλοφορίαбезвихревое - ήρεμη -, παράλληλη -ламинарное - γραμμική -, νηματική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > движение
-
3 движение
движени||ес1. τό κίνημα, ἡ κίνηση[-ις]:вращательное \движение ἡ περιστροφική κίνηση· поступательное \движение ἡ ἀνέλιξη, ἡ ἐξελικτική πορεία· приводить в \движение θέτω είς κίνησιν, βάζω σέ κίνηση· приходить в \движение μπαίνω σέ κίνηση, τίθεμαι είς κίνησιν вольные \движениея спорт. οἱ ἐλεύθερες ἀσκήσεις·2. (общественное) τό κίνημα, ἡ κίνηση [-ις]:революционное \движение τό ἐπαναστατικό κίνημα· рабочее \движение τό ἐργατικό κίνημα· национально-освободительное \движение τό ἐθνικοαπελευθερωτικό κίνημα· всемирное \движение сторонников мира τό παγκόσμιο κίνημα τῶν ὁπαδών τής είρήνης· \движение сопротивления τό κίνημα τής ἀντίστασης·3. (транспорта и т. п.) ἡ κυκλοφορία, ἡ κίνηση [-ις]:автомобильное \движение ἡ κυκλοφορία τῶν αὐτοκινήτων у́личное \движение ἡ κυκλοφορία, ἡ τροχαία κίνηση· правила уличного \движениея οἱ διατάξεις τής τροχαίας· железнодорожное \движение ἡ κίνηση τῶν σιδηροδρόμων \движение судов ἡ κυκλοφορία σκαφών. -
4 движение
-я ουδ.1. κίνηση•вращательное движение περιστροφική κίνηση•
ритмическое движение ρυθμική κίνηση•
поступательное движение βαθμιαία κίνηση•
прийти в движение μπαίνω σε κίνηση•
нет материи без -я и движение без материи δεν υπάρχει ύλη χωρίς κίνηση και κίνηση χωρίς ύλη•
вечное движение η αέναη κίνηση της ύλης•
равномерное движение ομοιόμορφη κίνηση•
колебательное движение παλμική κίνηση•
резкое движение απότομη κίνηση.
|| κυκλοφορία•движение поездов η κίνηση των τραίνων•
трамвайное движение κίνηση των τραμ•
правила уличного -я οδικός κώδικας κυκλοφορίας•
товарное движение η κυκλοφορία εμπορευμάτων•
железнодорожное движение σιδηροδρομική κίνηση•
естественные -я сердца φυσιολογικές κινήσεις της καρδιάς.
2. κίνημα•революционное движение επαναστατικό κίνημα•
движение сторонников мира το κίνημα των οπαδών της ειρήνης•
национально-освободительное движение εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα•
забастовочное движение απεργιακό κίνημα•
движение сопротивления το κίνημα της αντίστασης•
аграрное движение αγροτικό κίνημα•
рабочее движение εργατικό κίνημα.
3. αύξηση, προσαύξηση•движение народонаселения η αύξηση του πληθυσμού.